Αποτελεί το σχολείο μια δομή που ευνοεί την αποξένωση στα νέα παιδιά;
Με ποιους τρόπους συμβαίνει αυτό στο σύγχρονο σχολικό σύστημα;
Αν ορίσουμε την αποξένωση ως μια κατάσταση στην οποία τα υποκείμενα χάνουν τη δυνατότητα παρέμβασης και ιδιοποίησης του τρόπου που βιώνουν την πραγματικότητα , τότε σε μια ιδανική κοινωνία , θα λέγαμε πως θα είχε εκλείψει. Όμως το σχολείο αποτελεί μια μικροκοινωνία , μια συνολική αποτίμηση των σχέσεων μεταξύ των υποκειμένων σε μικρότερη κλίμακα.
Ειδικά στο ζήτημα της πειθαρχίας στο σχολικο περιβάλλον, το φαινόμενο της αποξένωσης διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στις συνέπειες της επιβολής και της συμμόρφωσης που έχει ως πηγή τον ενηλικισμό εν είδει ολιγαρχικής εξουσίας που εκπροσωπείται απο τους εκπαιδευτικούς και τους γραφειοκράτες της εκπαίδευσης.
“Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αποκαλεί αυτήν την επιβολή νόμων, ρόλων, πεποιθήσεων, τρόπων ζωής κ.λπ. -που ταυτόχρονα καθορίζει το τι πρέπει να γίνει- περιορισμό [2]. Διακρίνει διαφορετικούς τύπους μιας τέτοιας απαγόρευσης ανάλογα με το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Σε ολιγαρχικά μοντέλα (όπως ο κοινοβουλευτισμός και οι συνταγματικές μοναρχίες), όπου όλη η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια ορισμένων ελίτ, αυτός ο περιορισμός και οι νόμοι που επιδιώκει να επιβάλει φαίνονται εξωτερικοί ως προς τον λαό. Οι άνθρωποι τείνουν να τους αψηφούν, λόγω της πολιτικής αποξένωσης στην οποία βασίζονται αυτά τα ολιγαρχικά συστήματα, με αποτέλεσμα οι κυβερνώντες να καταφεύγουν σε πιο βίαια μέσα. Το γεγονός ότι συχνά γίνεται λόγος για την αστυνομική βία στη φιλελεύθερη Δύση σηματοδοτεί τα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά αυτού του κυρίαρχου συστήματος, παρά τις προσπάθειές του να μεταμφιέζεται ως «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» (ένα οξύμωρο σχήμα), όπου η εξουσία υποτίθεται πως βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων.”[1]
Η αναγωγή της κοινωνίας στο επίπεδο της σχολικής μικροκοινωνίας είναι εμφανέστατη εδώ, όπου ο λαός είναι ο μαθητικός πληθυσμός και οι κυβερνώντες , οι διευθυντές και οι εκπαιδευτικοί. Σε ένα βαθμό αυτή η αποξένωση συμβάλλει και στο φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (Bullying) αλλά και στη σχολική διαρροή, ειδικά στους εφήβους.
Θεμελιώδης παράγοντας της αποξένωσης στο σχολικό περιβαλλον αποτελεί ο ενηλικισμός.
“Όσον αφορά στο επίμαχο ζήτημα «ενηλικισμός και εκπαίδευση», πολλές πηγές θεωρούν ότι ο θεσμός του σχολείου βασίζεται στον ενηλικισμό και συμβάλλει σημαντικά στη διαιώνισή του (ενδεικτικά NCBI, 2004: 57; Zale, 2011). Πράγματι, οι ενήλικες καθορίζουν δια νόμου το πώς οι ανήλικοι περνούν τη μέρα τους επί σειρά πολλών ετών, υπαγορεύοντας τους έναν ορθολογιστικό τρόπο ζωής (Lingg, 2013: 17) και απομονώνοντάς τους από την υπόλοιπη κοινωνία (Fletcher, 2013).
Ο Holt υποστηρίζει ότι τα παιδιά θα έπρεπε να μπορούν να αποφασίζουν αν, πότε, πώς, με ποιον/-α θέλουν να μάθουν (1989: 233). Σύμφωνα με τη Μοντεσσόρι, τα παιδιά θέλουν να μάθουν συγκεκριμένα πράγματα σε συγκεκριμένες στιγμές κι όχι οτιδήποτε οποτεδήποτε (Fthenakis 2007: 19). Η πραγματικότητα διαφέρει: Οι μαθήτριες υποχρεούνται συνήθως να παραμένουν καθιστές, καταδικασμένες σε μια «σιωπή κατωτερότητας», την οποία χρειάζονται άδεια για να σπάσουν (Pappa, 2004: 1). Η τόσο συνηθισμένη μετωπική διδασκαλία ανάγει τον/την ενήλικα σε αυθεντία, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι και οι ενήλικες μπορούν να μάθουν από τα παιδιά.” [2]
Σε αντιδιαστολή λοιπόν με αυτό το συγκεντρωτικό και ιεραρχικό μοντέλο, παρουσιάζεται η δυνατότητα της άμεσης συμμετοχής εντός ενός πλαισίου διαβουλευτικής δημοκρατίας , όπου οι ανήλικοι μαθητες/μαθήτριες , ως υποκείμενα αναλαμβάνουν την πορεία της εξελιξής τους , αποκτώντας ταυτόχρονα υπευθυνότητα που προέρχεται από την άσκηση της ελεύθερης βούλησης σε συνδυασμό με την καλλιέργεια της αυτοπειθαρχίας , ως αποτέλεσμα της δυνατότητας να αυτορυθμίζονται.
Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε περιβάλλοντα αυτοκατευθυνόμενης προσέγγισης της μάθησης. Ένα ουσιαστικά δημοκρατικό σχολείο , στοχεύει στην επίτευξη αυτής ακριβώς της συνθήκης. Στον εξοβελισμό της αποξένωσης και στη δημιουργία και διατήρηση μιας ανθρώπινότερης και δικαιότερης σχέσης με τον κόσμο που μας περιβάλλει.