Όταν ήμουν μαθητής στην τελευταία τάξη του Λυκείου παρακολουθούσα το μάθημα με μεγάλο ενδιαφέρον. Έτσι κι αλλιώς οι γονείς μου δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν το οικονομικό βάρος του φροντιστηρίου και τα μοναδικά μου μέσα ήταν το σχολικό μάθημα και η προσωπική μου μελέτη. Ήταν άνοιξη όπως και τώρα και στο μάθημα συμμετείχαμε όλα τα παιδιά από τις θέσεις μας. Ο καθηγητής περιφερόταν ανάμεσά μας. Ποτέ άλλωστε δεν είχα καθηγητή που εκφωνούσε ένα μονόλογο. Κάποια στιγμή ο καθηγητής στάθηκε πάνω από το θρανίο μου, με ακούμπησε απαλά στον ώμο και μου είπε πολύ χαμηλόφωνα. «Να μαζέψεις τα πράγματά σου, να πάρεις την τσάντα σου και να πας στο αναρρωτήριο.» «Μα, του είπα, δεν είμαι άρρωστος.» «Εγώ νομίζω ότι είσαι. Αν κάνω λάθος σε λίγα λεπτά θα είσαι πίσω, δεν έγινε τίποτε». Πράγματι πήγα στο αναρρωτήριο, μου έβαλε θερμόμετρο η αδελφή Δαρμή και είχα 39 πυρετό.
Σε κείμενό μου που κυκλοφόρησε τις προηγούμενες μέρες είχα αναφερθεί στον Νίτσε που έλεγε ότι ο δάσκαλος είναι ο κατεξοχήν πατέρας και είχα σχολιάσει λέγοντας πως ο δάσκαλος είναι η κατεξοχήν μητέρα. Έχουμε ανάγκη από δάσκαλους και δασκάλες που αγκαλιάζουν τα παιδιά μας σαν δεύτερη μάνα. Σαν μάνα που μπορεί από μακριά να καταλάβει ότι ένα από τα παιδιά της ανέβασε ξαφνικά 39 πυρετό. Όχι ένα παιδάκι του δημοτικού ή του νηπιαγωγείου, αλλά ένας μαντράχαλος 18 ετών.
Το σχολικό μάθημα δεν είναι ένας μονόλογος του δάσκαλου ή της δασκάλας που αδιαφορεί για το ποιος έμαθε ή δεν έμαθε, ποιος κατάλαβε ή δεν κατάλαβε, ποιος έχει δυσκολία να συγκεντρωθεί ή να προσέξει. Το μάθημα γίνεται με τη συμμετοχή των παιδιών, τα παιδιά μέσα στην τάξη πρέπει να μιλάνε πιο πολύ από τους εκπαιδευτικούς. Τα παιδιά πρέπει να κάνουν ερωτήσεις, πρέπει να λένε τη γνώμη τους, πρέπει να διατυπώνουν αντιρρήσεις, πολλές αντιρρήσεις που υποστηρίζουν με επιχειρήματα. Τα παιδιά δεν ανέχονται τις αυθεντίες και όσα τις ανέχονται πρέπει να μάθουν να μην τις ανέχονται.
Αντίθετα όταν λένε ότι η κάμερα θα αναμεταδίδει τον πίνακα, την έδρα και τον διδάσκοντα επιθυμούν στην πραγματικότητα έναν κακό δάσκαλο. Τον αδιάφορο για τα παιδιά και την αποτελεσματικότητα του μαθήματος, έναν δάσκαλο αυθεντία. Δάσκαλο που μηχανικά διεκπεραιώνει τη διδακτέα ύλη. Δάσκαλο που ξέχασε στο σπίτι την προσωπικότητά του, τη φαντασία του και τη δημιουργικότητά του. Δάσκαλο ακυρωμένο και υποβαθμισμένο. Σαν δημόσιο αγαθό τεχνητά απαξιωμένο, για να πωληθεί κατόπιν σε ιδιώτες σε χαμηλή τιμή.
Πολλές φορές στα διδακτικά μου χρόνια χρειάστηκε να πάω κοντά σε ένα ντροπαλό παιδί, που μιλούσε χαμηλόφωνα, για να του κάνω μια ερώτηση που ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι μπορούσε να απαντήσει, να το ενθαρρύνω με ένα άγγιγμα στον ώμο και στη συνέχεια καθώς μιλούσε να κάνω μικρά βήματα προς τα πίσω, για να το αναγκάσω να μιλήσει πιο δυνατά. Γιατί μέσα στην τάξη έχουμε και παιδιά πολύ ντροπαλά, παιδιά πιο αργά, παιδιά που τραυλίζουν, παιδιά υπερκινητικά, παιδιά με διάσπαση προσοχής, παιδιά στο φάσμα του αυτισμού, παιδιά με δυσκολίες στην ακοή και στην όραση, παιδιά με νεανικό διαβήτη κι εκείνο το αγόρι της μονογονεϊκής οικογένειας που το έπιασε πανικός όταν άρχισε ξαφνικά να βρέχει την ώρα του μαθήματος, γιατί είχε ξεχάσει ρούχα απλωμένα στο σχοινί και θα θύμωνε ο πατέρας του.
Για όλα αυτά τα παιδιά πρέπει να αδιαφορήσουμε, πρέπει να τα ξεχάσουμε. Έτσι κάνουν οι καλοί εκπαιδευτικοί σύμφωνα με την υπουργό παιδείας. Αλλά όχι, έτσι κάνουν οι κακοί εκπαιδευτικοί. Και αντιστεκόμαστε, γιατί όπως έλεγε ο Γκαίτε: «μαθαίνει κανείς μόνον απ’εκείνον που αγαπάει». Σε κακούς εκπαιδευτικούς θέλει να μας μετατρέψει η υπουργός, θέλει να μην αγαπάμε τα παιδιά και να μη μας αγαπούν. Θέλει να γίνουμε η ασώματος κεφαλή που μιλάει πίσω από την έδρα, γιατί αγνοεί πως ένα παιδί δεν μπορεί να παρακολουθήσει ένα μονόλογο για περισσότερο από πέντε, το πολύ 10 λεπτά. Αλλά όχι δεν το αγνοεί, απλώς αδιαφορεί. Γιατί δεν την ενδιαφέρει πραγματικά η παιδεία, παρά μόνο η πολιτική σκοπιμότητα.
Τις προηγούμενες ημέρες μού διατυπώθηκαν τρεις ομάδες αρνητικών σχολίων στην εναντίωση μου για τις κάμερες.
Η πρώτη ομάδα έλεγε «δεν θέλετε τις κάμερες, γιατί φοβάστε την αξιολόγηση, γιατί θα φανεί η ανεπάρκειά σας».
Εάν μεταβληθούμε σε στόμα που μονολογεί, όπως θέλει η υπουργός, τότε πράγματι θα είμαστε πολύ κακοί εκπαιδευτικοί.
Αλλά επειδή όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα θέσω ένα ερώτημα. Πώς θα αξιολογηθούν άνθρωποι τελείως απαξιωμένοι; Το λειτούργημα του εκπαιδευτικού είναι τελείως απαξιωμένο. Απαξιωμένο οικονομικά, εργασιακά και κοινωνικά.
Πότε ρωτήθηκαν οι εκπαιδευτικοί για τους σκοπούς της εκπαίδευσης και της παιδείας γενικότερα; Αυτή είναι ερώτηση που απευθύνεται μόνο σε δικαστικούς και μητροπολίτες και μπορεί ακόμη να εκφράσουν απόψεις ο στρατός και η αστυνομία. Πότε οι εκπαιδευτικοί ρωτήθηκαν για το αναλυτικό πρόγραμμα ή για το περιεχόμενο των μαθημάτων που διδάσκουν; Κι όταν μιλούν χωρίς να ερωτηθούν ποιος τους άκουσε; Ποιος τους ρώτησε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, για τις ελλείψεις των σχολείων. Πότε διατύπωσαν άποψη για το πώς πρέπει να διοικείται και να λειτουργεί ένα σχολείο; Ποιος νοιάστηκε σε πόσα σχολεία και σε πόσες τάξεις πρέπει να μπαίνει ένας εκπαιδευτικός που διδάσκει μονόωρο ή δίωρο μάθημα, για να συμπληρώσει το ωράριο;
Ακόμη και αυτό το επαίσχυντο νομοσχέδιο για την παιδεία κατατέθηκε στη διάρκεια της επιδημίας χωρίς δημόσια διαβούλευση. Γιατί ποιοι θα έπαιρναν μέρος στη διαβούλευση, οι εκπαιδευτικοί; Μα αυτοί δεν έχουν καμιά αξία, ποιος τους λογαριάζει;
Αλλά κάτι που έχει απαξιωθεί τόσο πολύ δεν μπορεί να αξιολογηθεί. Γιατί έχει χάσει την αξία του. Γιατί το κράτος έχει διαχρονικά απαξιώσει τους εκπαιδευτικούς. Γιατί απαξίωσε αυτούς και αυτές που ξεκίνησαν τη ζωή τους με όνειρα, με πολυετείς και δύσκολες σπουδές, με πολλή μελέτη, με πολύ μεράκι και αυταπάρνηση. Δώστε τους πίσω την αξία που τους υποκλέψατε με τόσες υπονομεύσεις και τότε θα ξαναμιλήσουμε για αξιολόγηση, τι είδους και από ποιους.
Αλλά και τώρα μπορεί να γίνει αξιολόγηση στην παιδεία. Και καταρχήν πρέπει να γίνει αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Θέλετε αξιολόγηση; Ζητήστε από τους εκπαιδευτικούς να αξιολογήσουν το εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να αξιολογηθεί από αυτούς που το δουλεύουν. Και να αξιολογήσουν οι εκπαιδευτικοί στη συνέχεια τις εκπαιδευτικές περιφέρειες και τις σχολικές μονάδες. Και όχι με ερωταποκρίσεις προκατασκευασμένες από το υπουργείο παιδείας για να βγουν όλα ρόδινα.
Γιατί έχω πάρει μέρος σε αξιολόγηση που ρωτούσε αν θεωρείς το σχολείο δεύτερο σπίτι σου. Κι αν η απάντηση ήταν όχι οδηγούσε στο συμπέρασμα πως δεν είσαι καλός εκπαιδευτικός και όχι πως το σχολείο δεν κατάφερε, ούτε προσπάθησε να σε κάνει να αισθανθείς σαν στο σπίτι σου.
Η δεύτερη ομάδα σχολίων μου ζητούσε να προτείνω λύσεις, για να μη μείνουν πίσω τα παιδιά στη σχολική ύλη, παρόλο που δεν θα εξεταστούν σε αυτήν, δεν θα γίνουν προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις και η βαθμολογία θα εξαχθεί με τα προ πανδημίας δεδομένα.
Άλλος συνομιλητής θα μιλήσει διεξοδικά για το ότι δεν θα έπρεπε να ανοίξουν τα σχολεία. Εγώ θα περιοριστώ μόνο για να πω ότι δίνεται η ευκαιρία στους γονείς και στις γιαγιάδες και στους παππούδες να μιλήσουν στα παιδιά.
Τώρα είναι η ευκαιρία να μάθουν από σας πολύτιμα πράγματα.
Να μάθουν για τις κοινωνικές ανισότητες και την κοινωνική και εργασιακή εκμετάλλευση.
Να μάθουν για τους άστεγους, για τους άνεργους, για τους ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας.
Για τους πρόσφυγες και την απομόνωση των μειονοτήτων.
Για τους φυλακισμένους και τις συνθήκες διαβίωσής τους. Για το ποιοι μπαίνουν φυλακή και ποιοι κυκλοφορούν ελεύθεροι και με καμάρι.
Για τα ιδρύματα εγκλεισμού, που δεν ονομάζονται φυλακές, αλλά έχουν ωραία ονόματα.
Για το σύστημα υγείας και γενικότερα την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας.
Για τις αυθαιρεσίες της αστυνομίας.
Για τα πρόσωπα που βλέπουν στην τηλεόραση και για αυτά που λένε.
Για όλα αυτά δηλαδή που θα έπρεπε να αποτελούν βασική διδακτέα ύλη σε ένα δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα, που θέλει να διαμορφώσει κοινωνικά υπεύθυνους και ενεργούς πολίτες
Η Τρίτη ομάδα αρνητικών σχολίων έλεγε πως είμαστε κατά της εξέλιξης, γιατί αρνιόμαστε την πραγματική πρόοδο, γιατί είναι εκσυχρονισμός η σύγχρονη αναμετάδοση του μαθήματος.
Η πρόοδος και η οπισθοδρόμηση στην εκπαίδευση κρίνεται μερικώς μόνο από τα μέσα διδασκαλίας. Κυρίως εξαρτάται από το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Εξαρτάται και από το πως διδάσκουμε, αλλά κυρίως από το τι διδάσκουμε.
Η αντικατάσταση της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά είναι σαφώς εκπαιδευτική οπισθοδρόμηση.
Οι θέσεις της υπουργού για τα μαθήματα των Θρησκευτικών και της Ιστορίας χαρακτηρίζονται ως σαφής εκπαιδευτικός σκοταδισμός.
Οι παρεμβάσεις του αρχιεπισκόπου και των μητροπολιτών και τώρα και παλιότερα όχι μόνο για τη διδασκαλία των θρησκευτικών, αλλά και των αρχαίων ελληνικών, της Ιστορίας και της σεξουαλικής αγωγής, ακόμη και για το ποιος θα είναι υπουργός παιδείας, μας πάνε αιώνες πίσω.
Η δυνατότητα της σύγχρονης αναμέταδοσης είναι τεχνολογικό επίτευγμα, αλλά η ιδεολογία της κάμερας μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας είναι καθαρά οργουελική.
Η τροπολογία δεν θα εφαρμοστεί, γιατί δεν θα επιτρέψουμε να εφαρμοστεί. Δεν θα ακυρωθεί μόνο στην πράξη, πρέπει να ακυρωθεί και να αποκηρυχθεί στις συνείδηση της κοινωνίας. Στη συνείδηση των γονέων και των παιδιών. Γιατί αλλιώς τα κινητά τηλέφωνα θα εφορμήσουν μέσα στην τάξη. Πάντα κάποιο παιδί θα λείπει από το μάθημα για κάποιο λόγο και τα υπόλοιπα θα αναλαμβάνουν την ενημέρωσή του. Οι γονείς θα απαιτούν πάντα να στέλνονται τα μαθήματα στο σπίτι, απευθείας η βιντεοσκοπημένα. Τα κινητά τηλέφωνα και το YouTube θα δουλεύουν υπερωρίες. Και όλα θα είναι νόμιμα ή νομιμοφανή. Από τη στιγμή που θα μπουν τα κινητά στο μάθημα μία φορά, δεν θα βγουν ποτέ.
Η τροπολογία θα ακυρωθεί εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων.
Αλλά δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια τέτοια τροπολογία θα ψηφιζόταν από το ελληνικό κοινοβούλιο, έστω και μόνο από τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος. Και ψηφίστηκε και από βουλευτές που στο παρελθόν ήταν ανώτατοι δικαστές και υπουργοί δικαιοσύνης. Η ευθύνη δεν είναι μόνο της υπουργού. Είναι όλων αυτών που υπερψήφισαν. Η τροπολογία θα ακυρωθεί, έστω και με πολλούς αγώνες, αλλά η ντροπή δεν θα σβηστεί ποτέ. Αυτό το άγος, αυτό το όνειδος θα βαραίνει στις πλάτες όσων υπερψήφισαν. Και θα φροντίσουμε εμείς για αυτό. Και εμείς και οι επόμενες γενιές.