Μετάφραση: Ρηνέτα Κύρογλου, Παιδαγωγός Μοntessori
[…]
Μόνο με την καρδιά μπορεί κάποιος να δει σωστά. – Antoine de Saint-Exupery
Το εσωτερικό μας φως είναι απαραίτητο εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια θετική αλλαγή, γιατί χωρίς αυτό, συγχέουμε το σκοτεινό δωμάτιο με αυτό που φωτίζεται. Συνεχίζουμε να προσπαθούμε να κάνουμε το σκοτεινό δωμάτιο ένα καλύτερο μέρος για να ζούμε και να δουλεύουμε. Τα τραπέζια είναι γυαλισμένα και οι καρέκλες διακοσμημένες, αλλά το δωμάτιο παραμένει σκοτεινό και δεν το γνωρίζουμε. Χωρίς φως, χωρίς γνήσια ειλικρινή αντίληψη, δεν μπορούμε να δούμε με σαφήνεια τις λεπτές αποχρώσεις και τις πραγματικότητες του τι ήταν και τι συνεχίζει να είναι μια κατάσταση. Και δεν μπορούμε να επιλέξουμε κάτι διαφορετικό. Χάνουμε τον εαυτό μας στο ‘’κανονικό’’, συμπεριλαμβανομένης της κανονικότητας του τρόπου που εκπαιδεύουμε.
Υπάρχει μια εικόνα που απεικονίζει 2 αγελάδες σε ένα λιβάδι, η μία βόσκει ανέμελα και η άλλη γυρίζει το κεφάλι της με έκπληξη και θυμό, αναφωνώντας: «Για περίμενε ένα λεπτό! Αυτό είναι γρασίδι! Τρώμε χορτάρι! “. Όλοι είχαμε την εμπειρία μια ξαφνικής εσωτερικής αλλαγής που μας κάνει και βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι. Κάτι μας ξυπνά. Συνειδητοποιούμε – βλέπουμε με αληθινά μάτια – ότι ήρθε η ώρα να αφήσουμε αυτήν τη σχέση ή να πάμε σε άλλο μέρος – για να μην τρώμε πλέον χορτάρι! Γνωρίζει η καρδιά μας ότι είναι καιρός για αλλαγή, όσο τρομακτική κι αν είναι.
Πώς το ξέρουμε; Απλά το νιώθουμε. Είναι πέρα από την ορθολογική σκέψη. Τόσο πολύ, ώστε όταν υπακούμε σε αυτή τη σωματική παρόρμηση συχνά ακούμε εκείνους που μας νοιάζονται να λένε ότι είμαστε «παράλογοι». Είναι αλήθεια, επειδή η παρόρμηση δεν έχει καμία σχέση με τη λογική σκέψη.
Όλη η λογική μας τελειώνει με την παράδοση στο συναίσθημα. -Blaise Pascal
Ο πόνος της καρδιάς μάς δίνει αυτή τη γνώση. Μας οδηγεί στην ανατολή μιας νέας προοπτικής, σε έναν επαναπροσανατολισμό στη ζωή, στην αμφισβήτηση αυτών που ξέρουμε από πάντα. Αυτό ισχύει σίγουρα για μένα. Όσο περισσότερο ταξιδεύω με θάρρος προς την καρδιά μου, καθαρίζοντας την ακαταστασία που εμπόδιζε το δρόμο τόσον καιρό, τόσο περισσότερο αμφισβητώ όσα συνηθίζω να δέχομαι τόσο εύκολα ως φυσιολογικά. Έχω γίνει σαν το παιδί που στέκεται περισσότερο στην ερώτηση παρά στην απάντηση.
Αυτό μας οδηγεί στον μύθο για το φυσιολογικό, τον οποίο ο αξιότιμος γιατρός και συγγραφέας, ο Δρ. Gabor Mate εξιστορεί στις διεθνείς του παρουσιάσεις. Μου αρέσει να το σκέφτομαι περισσότερο σαν ένα ξόρκι…
Μια φορά κι έναν καιρό πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να καίγονται σε πάσαλο γιατί ακολουθούσαν τις πνευματικές τους παραδόσεις. Κάποτε οι γυναίκες δεν μπορούσαν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο ή να βρουν συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, πολίτες δεύτερης κατηγορίας καθώς ήταν (και εξακολουθούν να είναι για πολλούς). Κάποτε οι μαύροι δεν επιτρέπονταν σε κινηματογράφους, σε λεωφορεία ή σε άλλες δημόσιες τοποθεσίες. Κάποτε ήταν ευρέως αποδεκτό να επιτίθεσαι σεξουαλικά σε γυναίκες. Κάποτε τα σχολεία ιθαγενών θεωρούνταν αποδεκτά και η κακοποίηση δικαιολογημένη.
Το Φυσιολογικό είχε τις απόψεις και τους τρόπους του, και ήμασταν τυφλοί απέναντί του , μέχρι τη στιγμή που, όπως η αγελάδα, μας βρήκε το φως της ανατέλλουσας προοπτικής! Με θάρρος αμφισβητήσαμε. Τα πράγματα φαίνονται πιο ξεκάθαρα μέσω της καρδιάς μας παρά μέσα από το πέπλο του διχαστικού μυαλού μας.
Έτσι, επιβάλλεται να εξετάζουμε τακτικά, να αναρωτιόμαστε, να ρωτάμε ο ένας τον άλλον: Πόσο έχουμε αποδεχτεί την πρακτική του σχολείου; Από πού προέρχεται το κανονικό; Σε τι άλλο έχουμε συναινέσει;
Είναι μέσα από τη γνήσια θλίψη, που το πέπλο του ξορκιού μας αποκτά ρωγμές. Και με κάθε στρώση που υποχωρεί νιώθουμε βαθύτερα την εκπαίδευση και τη ζωή. Αυτή είναι η απαραίτητη διαδικασία μετασχηματισμού που περιμένει ο κόσμος μας. Ο εσωτερικός μετασχηματισμός προηγείται πάντα του εξωτερικού μετασχηματισμού. Το βάθος του πόνου και το φως που αναδύεται πρέπει να είναι το έδαφος στο οποίο οικοδομούμε νέα ξεκινήματα.
Η αίσθηση της εκπαίδευσης
Το να θέλεις τα πράγματα να είναι καλύτερα χωρίς να προσπαθείς να καταλάβεις πώς έχουν φτάσει ως εδώ, είναι εγγυημένο ότι θα σε κρατήσει στάσιμο. ~ Stephen Jenkinson
Φανταστείτε για μια στιγμή τις συνέπειες του να ξοδέψετε έστω λίγο χρόνο στο να σκεφτείτε από πού προέρχεται το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Να σκεφτείτε τις συνέπειες του να μην προσαρμόζεστε , να μην εξερευνάτε και μην νιώθετε ειλικρινά το γιατί η εκπαίδευση είναι όπως είναι σήμερα.
Φανταστείτε τους διευθυντές, το διοικητικό προσωπικό, τους δασκάλους και τους γονείς να συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, όχι με την πρόθεση να αλλάξουν κάτι ή να βρουν λύσεις, αλλά απλώς να ακούσουν, να προβληματιστούν και να αισθανθούν. Να μάθουν από εκείνους που γνωρίζουν, όσα εκείνοι δεν γνωρίζουν, για τις καταβολές του συστήματος που υποστηρίζουν.
Τι θα συνέβαινε αν κατά τη διάρκεια αυτής της συγκέντρωσης :
- Θυμούνταν για πρώτη φορά, ότι τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα είναι κτισμένα πάνω σε κλεμμένη γη;
- Αναλογίζονταν ειλικρινά γιατί δημιουργήθηκε το δυτικο-ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό μοντέλο, περιλαμβάνοντας μοντέλα προ-αποικισμού;
- Αναγνώριζαν πως η εκπαίδευση, για εκατοντάδες χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο, επηρέασε αρνητικά τα παιδιά, τις οικογένειες και τους πολιτισμούς παγκοσμίως;
- Συνειδητοποιούσαν ότι το τρέχον εκπαιδευτικό σύστημα αντικατοπτρίζει τις αρχικές θρησκευτικές και, βασισμένες στο φόβο, αξίες παρελθόντων αιώνων;
- Αναρωτιούνταν τι άλλο έχει κανονικοποιηθεί εντός του κοινωνικο-οικονομικού μας συστήματος και πώς η εκπαίδευση θρέφει αυτά τα συστήματα;
Τι θα μπορούσε να αλλάξει αν σε αυτές τις συγκεντρώσεις δεν χρειαζόταν να αλλάξουν τίποτα, αλλά απλώς να κάτσουν μαζί, να ακούσουν, να αναρωτηθούν, δίνοντας χώρο στην καρδιά να πονέσει; Τι μπορεί να τους βρει μέσα από μια ρωγμή;
Προτού προχωρήσω σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτά τα πέντε σημεία, πρέπει να αναγνωρίσω ότι καταβάλλονται θετικές προσπάθειες για να ενταχθεί στην εκπαίδευση η έννοια της συγκατάθεσης, μέσω εναλλακτικών μοντέλων (project–based, competence–based). Η Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών της Βρετανικής Κολομβίας και το Υπουργείο Παιδείας, για παράδειγμα, είναι αποφασισμένα να εκσυγχρονίσουν το τρέχον εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να υποστηρίζει και να εμπνέει καλύτερα τη μάθηση. Υπάρχουν κινήσεις παγκοσμίως, μεγάλες και μικρές, για να φέρουν τη δημόσια εκπαίδευση στον 21ο αιώνα.
Και ενώ έχω καλές προθέσεις και ευαισθησία απέναντι στις ανάγκες των παιδιών, οφείλω εδώ να πω κάτι:
Χωρίς να θρηνήσουμε το πώς έγινε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και πόσο επιβλαβές εξακολουθεί να είναι, χωρίς να αξιολογήσουμε ειλικρινά τις επιπτώσεις της βάναυσης ιστορίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε αποτελεσματικά ένα νέο σύστημα. Τα μάτια μας δεν θα δουν αρκετά καθαρά, γιατί οι καρδιές μας δεν θα έχουν ανοίξει στο βαθμό που χρειάζεται. Το ξόρκι είναι τόσο δυνατό, οπότε και το φάρμακο – θλίψη- πρέπει να είναι επίσης. Οι ψευδαισθήσεις του παρελθόντος και οι κοινωνικές νόρμες καλύπτουν με πέπλο την αντίληψή μας πιο ασυνείδητα από ό,τι αντιλαμβανόμαστε. Το ίδιο και το άλυτο τραύμα μας, το τραύμα που προκαλείται μέσω της «φυσιολογικής» οικογενειακής δυναμικής, των «φυσιολογικών» εκπαιδευτικών πρακτικών – των αποδεκτών τάσεων του δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Επομένως, οι προσπάθειές μας να εκσυγχρονίσουμε την εκπαίδευση, θα καταλήξουν στο να επανεφεύρουμε μια καλύτερη έκδοση ενός συνθλιμμένου συστήματος που έχει τις ρίζες του στην ιστορική κατάχρηση και τον έλεγχο. Θα το γυαλίσουμε, θα το επανασυσκευάσουμε, αλλά θα συνεχίσει να έχει το ίδιο δυνατό άρωμα αυτού που ήταν πάντα.
Θα συνεχίζουμε να εκπαιδεύουμε στο σκοτεινό δωμάτιο.
Η αλλαγή πρέπει να ξεκινά βαθιά από εκεί που ρέουν τα δάκρυα και αναδύονται η αποδοχή, η ενσυναίσθηση και η ευθύνη. Το πένθος μας βοηθά να βλέπουμε τα πράγματα ως έχουν, όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Είναι ο τρόπος να τιμούμε το αληθινό, το παρελθόν και το παρόν, και να μεταβαίνουμε από το παλιό στο νέο, χωρίς να ξεχνάμε ποτέ το πού βρισκόμασταν. Με τα δάκρυα, δεν αποκλείουμε το παρελθόν ή τον πόνο στις καρδιές μας, αλλά τα κουβαλάμε μαζί μας, αφήνοντάς τα να είναι οι οδηγοί για ένα καλύτερο μέλλον.
Όπως αναφέρθηκε και πριν, το πένθος δεν είναι κάτι που το κατέχουμε εδώ στη Δύση. Πόσο γρήγορα λέμε στους ανθρώπους «Σσσσς, όλα εντάξει» όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά ή όταν ο θάνατος μας χτυπά την πόρτα; Θέλουμε να προχωρήσουμε γρήγορα και να επιστρέψουμε στην «κανονικότητα». Γρήγορα να παρακάμψουμε το χάος των δακρύων και του ακατέργαστου συναισθήματος που θέλουν να μας καθαρίσουν και να μας ανανεώσουν.
Οι δάσκαλοι εκφράζουν τακτικά τη θλίψη τους στα σεμινάριά μου. Αισθάνονται θλίψη που πρέπει να εργαστούν σε ένα σύστημα που βάζει ‘’χειροπέδες’’ σε παιδιά και δασκάλους. Που θεωρεί τον έλεγχο και την αξιολόγηση πολύ πιο σημαντικά από τη σύνδεση και την αγάπη. Το νιώθουν και το βλέπουν από πρώτο χέρι, κάθε μέρα. Αισθάνονται ότι διδάσκεται ένα τυποποιημένο πρόγραμμα σπουδών και ότι συνεχίζουμε να τυποποιούμε το μοναδικό πνεύμα των παιδιών, αναγκάζοντάς τα να είναι αυτό που δεν είναι. Οι δάσκαλοι αισθάνονται τους κυματισμούς της ιστορίας που τους αναγκάζουν να διαχειρίζονται τόσες πολλές απαιτήσεις, να ακολουθούν εντολές ενάντια στις προσταγές της καρδιά τους, η οποία λαχταρά να συν-δημιουργήσει στιγμές μάθησης, με χαρά και φαντασία. Πράγματι, τα playshops μου προσφέρουν μια σπάνια ευκαιρία στους δασκάλους να μιλήσουν δυνατά με θυμό και ανησυχία, να εκφράσουν τα δάκρυα που συγκρατούν εδώ και καιρό. Είναι η στιγμή της αλήθειας τους, η στιγμή να νιώσουν τη λαχτάρα για συμφιλίωση.
Το συναίσθημα, κι όχι η νόηση από μόνη της, είναι αυτό που προηγείται της έντιμης και άξιας αλλαγής. Δεν μπορείτε να μεταμορφώσετε ένα σύστημα, ειδικά ένα σαν την εκπαίδευση, το οποίο έχει τις ρίζες του σε τόσο πόνο, χωρίς να γνωρίζετε και να αισθάνεστε τον αντίκτυπο που είχε και συνεχίζει να έχει. Πρέπει να συμπεριληφθεί η ωμή θλίψη και η ιστορία. Μόνο τότε μπορεί η εκπαίδευση να γίνει κάτι πολύ διαφορετικό.
Μια σύντομη ιστορία του σχολείου
Τα δημόσια σχολεία ξεκίνησαν με τη μορφή προτεσταντικών «διορθωτικών ινστιτούτων», που σκοπό είχαν να σπάσουν τη θέληση των παιδιών, να τα καταστήσουν ευάλωτα απέναντι στην εξουσία των δασκάλων και του Θεού. Τα παιδιά, με τον άγριο ενθουσιασμό τους, θεωρούνταν γεννημένα ως αμαρτωλά – ανυπάκουα, ανεξέλεγκτα, περίεργα, φαντασιόπληκτα— συγκέντρωναν δηλαδή, όλες τις απείθαρχες ιδιότητες που θα ενθάρρυναν την αυτοκατευθυνόμενη μάθηση και που θα τα οδηγούσαν μακριά από την Εκκλησία και το θέλημα του Θεού. Έπρεπε να ελεγχθούν και να περιοριστούν. Η “αμαρτωλότητά” τους δικαιολογούσε τους συχνούς ξυλοδαρμούς, καθώς οι απείθαρχες συμπεριφορές τους θα τα οδηγούσαν στην κόλαση. Και ένα αμαρτωλό, καταραμένο παιδί η κόλαση δεν το ανεχόταν. «Η ανοησία βρίσκεται στην καρδιά ενός παιδιού, αλλά η ράβδος θα την απομακρύνει» (Γνωμικό 22:15). Η ράβδος και ο κάλαμος χρησιμοποιήθηκαν τακτικά για να σπάσουν τη θέληση του παιδιού. Από χτυπήματα στο χέρι, μέχρι χτυπήματα στο στόμα, τα παιδιά έπρεπε να “σπάσουν”.
Μερικοί θεωρούν ότι ο πατέρας των σύγχρονων σχολείων είναι ο Πιετιστής κληρικός, August Hermann Francke, ο οποίος ανέπτυξε ένα σύστημα υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην Πρωσία, στα τέλη του 17ου αιώνα. Όπως έχει γραφτεί και σε αυτό το άρθρο, αυτό αντιγράφηκε και διανθίστηκε σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Ο Francke έγραψε στις οδηγίες του προς τους δασκάλους:
Πάνω απ’ όλα είναι απαραίτητο να σπάσουμε τη φυσική επιθυμία του παιδιού. Επαινούμε τον δάσκαλο του σχολείου που επιδιώκει την καλλιέργεια της νοημοσύνης του παιδιού, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Έχει ξεχάσει το πιο σημαντικό του καθήκον, δηλαδή να κάνει το παιδί υπάκουο.
Στα πρώιμα προτεσταντικά σχολεία, επιβλήθηκε η εντελώς αντίθετη προς την δημιουργική αυτο-εξερεύνηση εκμάθηση δια της επανάληψης. Όπως γράφει ο Peter Gray στο «Free to Learn», «Ο στόχος ήταν η πλύση εγκεφάλου, όχι η φιλοπεριέργεια». Και, όπως μπορείτε να φανταστείτε, ο χρόνος για παιχνίδι ήταν λίγος. Γιατί το παιχνίδι θεωρήθηκε εχθρός, μια απόσπαση της προσοχής από την προπόνηση της υπακοής. Ο John Wesley, στους κανόνες του για τα σχολεία Wesleyan, το επισημαίνει ξεκάθαρα:
Δεν έχουμε ημέρες παιχνιδιού, ούτε επιτρέπουμε χρόνο για παιχνίδι οποιαδήποτε μέρα. Γιατί αυτός που παίζει ως παιδί θα παίζει και ως άντρας.
Και ένας άνθρωπος που παίζει και είναι δημιουργικός είναι πολύ πιο δύσκολα ελέγξιμος σε σχέση με έναν άνθρωπο που είναι υπάκουος.
Η ανάγκη μας να πιέζουμε τα παιδιά και να τα μετατρέπουμε σε συμμορφωμένους «μικρούς εργαζόμενους», έχει τις ρίζες του στην ιστορία, πολύ περισσότερο από ό, τι νομίζουμε. Καθώς ο αποικισμός εξαπλώθηκε, αυτές οι καταχρηστικές πρακτικές μάστιζαν τον κόσμο. Σχολεία που βασίστηκαν στη θρησκεία δημιουργήθηκαν από την Αφρική έως την Ασία, την Αυστραλία, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Εκεί, οι ιεραποστολικοί δάσκαλοι αποίκισαν το ανθρώπινο πνεύμα εκατομμυρίων παιδιών, προσπαθώντας να κάνουν τους καφέ και τους κόκκινους ανθρώπους να σκέφτονται σαν λευκοί, υποταγμένοι σε έναν φτιαγμένο από ανθρώπους, «πολιτισμένο» Θεό. Η εκπαίδευση ήταν καθαρή γενοκτονία – η σκληρή αφομοίωση των παιδιών σε δυτικές, χριστιανικές αξίες. Αναγκασμένα από τις οικογένειές τους, τα παιδιά εξαναγκάστηκαν από νεαρή ηλικία να ξεχάσουν τις παραδόσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας τους, και να συμμορφωθούν, συχνά μέσω σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης.
Ο Malidoma Some, στο βιβλίο του, Of Water and the Spirit, περιγράφει πώς, σε ηλικία τεσσάρων ετών, μεταφέρθηκε από το χωριό του στη Burkina Faso από έναν Ιησουίτη ιερέα σε ένα οικοτροφείο. Εκεί παρέμεινε για δεκαπέντε χρόνια υπομένοντας διάφορα είδη συναισθηματικής και σωματικής κακοποίησης. Η ταυτότητα και ο πολιτισμός του αφαιρέθηκαν. Το όνομά του μετατράπηκε σε Patrice και είχε βάναυσες συνέπειες όταν μιλούσε τη μητρική του γλώσσα Dagara ή όταν γινόταν ανυπάκουος. Ο Malidoma γράφει για την πρώτη φορά που μαστιγώθηκε: «Ο πόνος του πρώτου χτυπήματος ήταν τόσο έντονος που δεν παρατήρησα καν πόσες ακόμα φορές το μαστίγιο χτύπησε το σώμα μου». Τελικά, σε ηλικία είκοσι ετών, δραπέτευσε, βρήκε το δρόμο του πίσω στο χωριό του, αλλά είχε ξεχάσει το μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας του.
Ο θρησκευτικός αποικισμός άσκησε επιρροή στις σημερινές σχολικές πρακτικές και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να μιλάμε ατελείωτα για τον αντίκτυπό του ή για τις φρικαλεότητες που υπέστησαν τα παιδιά και οι οικογένειές τους από αυτόν. Ας ελπίσουμε ότι γνωρίζετε ήδη πολλά και από τη δική σας έρευνα.
Σημαντική επιρροή στο σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα άσκησε και η εκβιομηχάνιση. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1800 η βιομηχανική επανάσταση άνθιζε. Υπήρχε πραγματική ανάγκη οι εργαζόμενοι να καλύψουν τον αυξανόμενο αριθμό των θέσεων εργασίας. Τα σχολεία ήταν ο προμηθευτής. Οι αίθουσες διδασκαλίας σχεδιάστηκαν για να αναπαράγουν εργοστάσια, να παράγουν μικρούς, επιμελείς εργαζόμενους, να τους διαμορφώνουν ακριβώς έτσι ώστε να μεταβαίνουν εύκολα από το σχολείο στην εργασία. Από την παιδική αθωότητα στην υπεύθυνη συνεισφορά στην κοινωνία.
Τοποθετημένα στη σειρά, σε ταξινομημένα γραφεία, και υποχρεωμένα να μελετούν ένα επαναλαμβανόμενο, στεγνό υλικό, τα μυαλά των παιδιών διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να ταιριάζουν στις απαιτήσεις της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας. “Ταΐστηκαν” με τυποποιημένες πληροφορίες, όπως ένας ιμάντας μεταφοράς τροφοδοτεί τους εργαζόμενους με παξιμάδια και μπουλόνια.
Το 1898, ο Ellwood P. Cubberley, Πρύτανης της Σχολής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, εξήγησε τέλεια τον ρόλο των σχολείων:
Τα σχολεία μας είναι, κατά μία έννοια, εργοστάσια, στα οποία οι πρώτες ύλες – τα παιδιά – πρέπει να διαμορφωθούν ως προϊόντα… Οι προδιαγραφές κατασκευής προέρχονται από τις απαιτήσεις του πολιτισμού του 20ού αιώνα, και είναι δουλειά του σχολείου να χτίσει τους μαθητές του σύμφωνα με τις προδιαγραφές που καθορίζονται.
Τα σχολεία κατασκεύαζαν τυποποιημένες μονάδες – παιδιά – μέσω μιας τυποποιημένης μάθησης, διοχετεύοντάς τα σαν de facto γρανάζια για να τροφοδοτήσουν τον αναπτυσσόμενο κόσμο παραγωγής – κατανάλωσης. Κάθε παιδί ήταν ένα άλλο κομμάτι της βιομηχανικής μηχανής, που περιλάμβανε εργοστάσια και σχολικά μοντέλα. Τελικά, όπως συμβαίνει συνήθως, όλο αυτό αφορούσε τα χρήματα και όχι τη διατήρηση του πνεύματος των παιδιών. Τα σχολεία σχεδιάστηκαν για να γεμίσουν τις τσέπες αυτών με τα λευκά κοστούμια που κάθονται στην κορυφή. Έχουν σχεδιαστεί για να αυξάνουν τα τραπεζικά υπόλοιπα και την οικονομία, μια οικονομία που, από τότε, τροφοδοτείται από πεζές, λειτουργικές δουλειές που απαιτούν συμμόρφωση και όχι δημιουργικότητα.
Η εκπαίδευση δεν αφορούσε αυτό που χρειάζονταν τα παιδιά. Και σίγουρα δεν αφορούσε τη φαντασία. Και τα δύο αποτελούσαν σοβαρές απειλές για τα υφιστάμενα παραδείγματα και τις εξουσίες. Μια απόκλιση από την παραγωγή χρημάτων. Η καταστολή της δημιουργικότητας, ζητώντας τυφλή υπακοή και συμμόρφωση, προστατεύει τη δύναμη και τον πλούτο των εξουσιαστών. Διασφαλίζει ότι τα παιδιά κρατούν τα κεφάλια τους στραμμένα στο καθήκον, γιατί αυτό πρέπει να κάνουν αν θέλουν μια μέρα να βγάλουν τα προς το ζην. Τα παιδιά καθοδηγήθηκαν στο να πιστεύουν ότι είναι αντικείμενα που πρέπει να χειραγωγούνται, όχι άνθρωποι με συναισθήματα και ανάγκες. Δεν είναι περίεργο που σήμερα φοβόμαστε να αφουγκραζόμαστε τα συναισθήματά μας, να εκφράζουμε τις ανάγκες μας και να εμπιστευόμαστε τον καλλιτέχνη μέσα μας. Η καταστολή και των τριών υπήρξε βασική εκπαίδευση για πολλές γενιές.
Σήμερα, τα παιδιά που μπορούν και αισθάνονται διαγιγνώσκονται και θεραπεύονται. Εάν αγωνιστούν ή αντισταθούν ενάντια σε αυτό που δεν ‘’ταΐζει’’ το πνεύμα τους στοχοποιούνται ή τιμωρούνται. Και πάλι, η θέλησή τους σπάει. Αυτά είναι το πρόβλημα, και όχι το σύστημα. Οι δημιουργικές τους επιδιώξεις (η θέλησή τους) στην τάξη δεν ενθαρρύνονται, γιατί η δημιουργικότητα, ακόμα και σήμερα, θεωρείται απειλή για το σύστημα. Τα προγράμματα που κόβονται όταν η χρηματοδότηση μειώνεται είναι οι τέχνες και η μουσική, όχι τα μαθηματικά και η επιστήμη. Γιατί τα βιβλία τσέπης γεμίζουν από τους διανοούμενους και όχι από τους καλλιτέχνες. Και πόσες ιστορίες έχετε ακούσει για παιδιά που ντροπιάζονται ή βαθμολογούνται χαμηλά (το ίδιο είναι) επειδή εκφράζουν την δημιουργικότητά τους, παρεκκλίνοντας από τα πρότυπα; (Ένα δέντρο πρέπει να σχεδιαστεί όπως ένα πραγματικό δέντρο, όχι σαν φανταστικό!) Όπως υποδηλώνει αυτή η έρευνα τα παιδιά που είναι πιο δημιουργικά είναι λιγότερο πιθανό να κερδίσουν εύνοια από τους δασκάλους συγκριτικά με τους μαθητές που ανταποκρίνονται περισσότερο στις προσδοκίες των δασκάλων.
Η υπακοή και η συμμόρφωση κάνουν τη δασκάλα πολύ ευτυχισμένη, ειδικά αν αξιολογείται και ανταμείβεται με βάση το πόσο καλά οι μαθητές της ακολουθούν αυτή την ευθεία γραμμή και παίρνουν αυτούς τους βαθμούς. Θυμηθείτε, η οικονομία, την οποία τροφοδοτεί το σχολικό σύστημα, εξαρτάται από την απόδοση του δασκάλου και του σχολείου και, τελικά, από τους βαθμούς του μαθητή.
Και έτσι συνεχίζεται…
Όσο και αν κάποιοι θέλουν να σκεφτούν διαφορετικά, το σχολικό σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση το φόβο και τον έλεγχο. Ένας δάσκαλος για τριάντα μαθητές δεν είναι μια αναλογία που υποστηρίζει εύκολα τη δημιουργικότητα και την αυτοκατευθυνόμενη μάθηση. Απαιτούμε συμμόρφωση και χρησιμοποιούμε την τιμωρία για τον έλεγχο των παιδιών. Περιμένουμε από αυτά, από το Δημοτικό ακόμα, να διαβάζουν για ώρες στο σπίτι, όταν κανονικά θα έπρεπε να είναι έξω και να παίζουν. Εν τω μεταξύ, πόσοι ενήλικες έχουν εργασία για το σπίτι μετά τη λήξη του ωραρίου της δουλειάς τους!; Συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε ένα τυποποιημένο πρόγραμμα σπουδών και επιβάλλουμε ντροπιαστικά συστήματα βαθμολόγησης και κατάταξης. Και εξακολουθούμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, να εφαρμόζουμε ένα σύστημα που πρωταρχικό σκοπό έχει να τροφοδοτεί τη βιομηχανική-καταναλωτική μηχανή και ουδόλως να καλλιεργεί τη δημιουργικότητα και τη μοναδικότητα.
Ως έχουν τα πράγματα, οι εταιρείες θα επωφελούνται από τα σχολεία πολύ περισσότερο από ό,τι τα παιδιά. Εκείνοι που θέλουν υψηλότερα πρότυπα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι συχνά οι ίδιοι που αποκομίζουν άμεσα ανταμοιβές από τα αυτά.
Εφόσον η εκπαίδευση αποτυγχάνει να καλλιεργήσει τα εγγενή χαρίσματα κάθε παιδιού, η σχολική εκπαίδευση αφορά περισσότερο τη σίτιση ενός ολοένα και πιο σπασμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος παρά την ανατροπή αυτού του συστήματος. Θα συνεχίσουμε να θυσιάζουμε τα φυσικά ταλέντα των παιδιών στο βωμό του να μάθουν αυτά που επιμένουμε να μάθουν, τα περισσότερα από τα οποία δεν θα τα χρησιμοποιήσουν ποτέ. Θα δώσουμε προτεραιότητα σε παλιές, ξεπερασμένες ιδέες οικονομικής ευημερίας παρά στο τι είναι καλό για την ψυχή του παιδιού και της κοινωνίας. Θα θυσιάσουμε τη στοργή, την καλοσύνη και το σεβασμό για παραπλανητικές ατζέντες «επιτυχίας» και «προόδου». Θα αντιμετωπίσουμε τα παιδιά σαν τυποποιημένα γρανάζια αντί για σοφά και ισχυρά όντα.
Η αλλαγή ξεκινά με το να αφιερώσετε χρόνο να αναλογιστείτε και να αισθανθείτε ειλικρινά. Ξεκινά με την φυσική αμφισβήτηση. Ξεκινά με την παραδοχή της θλιβερής αλήθειας του τι είναι και τι ήταν. Αφιερώστε λίγο χρόνο για να σκεφτείτε τι είναι γραμμένο σε αυτό το άρθρο. Αφήστε κατά μέρος τον πειρασμό να καταλάβετε στρατηγικές, να «επιδιορθώσετε» το πρόβλημα. Το μυαλό που θέλει να διορθώνει προβλήματα είναι ένας τρόπος να παρακάμπτετε την καρδιά του συναισθήματος. Γι αυτό τόσο συχνά πηγαίνουμε πρώτα στις λύσεις – έτσι ώστε να μην νιώθουμε. Τι και πόσο βαθιά θα θρηνούσαμε εάν παραβλέπαμε την ανάγκη να έχουμε απάντηση; Τι έμπνευση μπορεί να μας ερχόταν αν παραδινόμασταν στο φως της απογοήτευσης; Από εκεί θα έρθει η λύση και η επόμενη σύλληψη της εκπαίδευσης. Αυτή που θα προέλθει, όχι από το γραμμικό, λογικό μυαλό, αλλά από μια ταπεινή καρδιά που γεμίζει από δάκρυα.
Μετάφραση: Ρηνέτα Κύρογλου, Παιδαγωγός Μοntessori