Για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί παρέμβαση της Κατερίνας Μαλίχιν για την ημερίδα παρουσίασης του βιβλίου της Μαρτίν Μενέζ (“Το Παιδί και η Γνώση”, εκδ.Πατάκη-βιβλίο που δεν είναι παιδικό, αλλά το μέλημά του είναι το Παιδί) που έγινε το Φεβρουάριο του 2020 στο ΕΚΠΑ μαζί με το Φόρουμ Ψυχανάλυσης του Λακανικού Πεδίου Αθήνας.
Αφιερώνω την παρέμβασή μου στους γονείς, τους δασκάλους και τους καθηγητές με την ευχή να ακούσουν.
Κανείς δε μπορεί να υποχρεώσει κάποιον να επιθυμεί, όπως δε μπορεί να τον υποχρεώσει να ερωτευτεί. Άρα, κανείς δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να μάθουμε, να γνωρίσουμε, μιας και η γνώση είναι αναπόσπαστη από την επιθυμία και τον έρωτα.
Και ξέρουμε όλοι μας καλά πως όσο κάποιος μάς αιτείται κάτι τέτοιο ως αναγκαιότητα, τόσο απομακρυνόμαστε από αυτό. Για να γίνει κάποιος επιθυμούν υποκείμενο πρέπει να ανακαλύψει μόνος του τη δική του επιθυμία και όχι κάποιος να του την επιβάλλει.
Ωστόσο η καπιταλιστική αγορά επιτρεπτική της απόλαυσης προστάζει, όπως μας δίδαξε ο Λακάν, : Απόλαυσε! Δλδ, Κατανάλωσε! Η σχέση με τη γνώση δεν ξεφεύγει ούτε και αυτή από τις βαθιές κοινωνικό – οικονομικές μεταβολές που προάγουν την αποτελεσματικότητα, άμεσα εφαρμόσιμη, παραγκωνίζοντας τη διερεύνηση και την εμβάθυνση. Η σχέση με τη γνώση υποπίπτει στο επίπεδο της ανάγκης, του χρήσιμου και χρηστικού και του αναλώσιμου. Με το ίδιο τρόπο λοιπόν η αγορά μας προστάζει : Μάθε! Η γνώση δηλαδή μετατρέπεται από αγάπη να εξερευνήσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας σε εργαλείο πλούτου, καταναλωτικό αγαθό. Αποκτούμε γνώσεις -σαν πληροφορίες, αδυνατώντας να τις αφομοιώσουμε κατ’ ουσίαν, για τον κόσμο που μας περιβάλλει, έχοντας την ψευδαίσθηση της δύναμης ότι ελέγχουμε και γνωρίζουμε την πραγματικότητα, με αρωγό φυσικά την τεχνολογία και την επιστήμη. Η σχέση μας με τη γνώση είναι μάλλον ποσοτική παρά ποιοτική και σήμερα μια τέτοιου είδους σχέση αρθρώνεται από την παιδική ηλικία με τις αναμενόμενες συνέπειες. Το παιδί πρέπει να μάθει πολλά, γρήγορα, αποτελεσματικά. Η οικογένεια, το σχολείο, η κοινότητα το απαιτούν.
Εν τούτοις, σήμερα την κλινική μας έχει κατακλύσει η ανικανότητα του παιδιού να μάθει…πλειάδα υποτιθέμενων διαταραχών παρουσιάζονται στην αγορά της κλινικής, επιτρέψτε μου να το πω έτσι, εκεί όπου δεν υπάρχουν εντοπισμένα οργανικά αίτια, ως αιτίες αυτής της ανικανότητας, που βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα των λεγόμενων μαθησιακών δυσκολιών. Διαφορές υποτιθέμενες θεραπείες για κάθε μια από αυτές τις διαταραχές έως και φαρμακευτικές αγωγές (δεν είναι της παρούσης να μιλήσουμε για τον ρόλο της φαρμακευτικής βιομηχανίας) αντιμετωπίζουν τα σημερινά παιδιά σαν χαλασμένα λογισμικά προγράμματα υπολογιστών και όχι ως υποκείμενα, όχι ως ανθρώπινα πλάσματα που η υποκειμενοποίησή τους έχει παρεμποδιστεί, μιας και η υποκειμενοποίηση όπως τουλάχιστον η ψυχανάλυση γνωρίζει είναι θέμα γνώσης ως savoir. Και όχι, δεν είναι οι διαταραχές αυτές η αιτία της άρνησης ή της ανικανότητας το παιδί να μάθει, είναι η σύγχρονη διαταραγμένη σχέση με τη γνώση, η διαβρωμένη σχέση με τη γνώση που επιβάλλουμε στο παιδί, μια γνώση εξορισμένη από την επιθυμία…
Πολλά χρόνια πριν ο Φρόιντ, μας δίδαξε ότι η σχέση μας με τη γνώση είναι ένα παρακλάδι της σχέσης μας με την επιθυμία και την ενόρμηση όταν μίλησε για τη σκοποφιλία, την περιέργεια του μικρού παιδιού να δει την πρωταρχική σκηνή, άρα μας επισήμανε ότι η γνώση είναι μια ενορμητική λειτουργία και όχι μια κατά παραγγελία διεργασία. Στηρίζεται στη λίμπιντο, όχι με τη στενή σεξουαλική έννοια μόνο, αλλά με την έννοια της ενόρμησης της ζωής που μας ωθεί να ερωτευτούμε, να εργαστούμε, να μάθουμε μέσα από τη μετουσίωση της. Αργότερα με τους δικούς του όρους ο Λακάν διακρίνει στη διδασκαλία του τη λέξη connaissance από τη λέξη savoir, για να μας επισημάνει στο 17ο Σεμινάριο ότι δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα στο υποκείμενο της γνώσης [connaissance] και στο υποκείμενο του σημαίνοντος. Γιατί το υποκείμενο του σημαίνοντος σχετίζεται με τη γνώση – savoir ως ένα μέσο απόλαυσης κάτι που διαφαίνεται στη λειτουργία της επανάληψης. Έτσι συσχετίζει τη γνώση με μια βαθιά υποκειμενική διεργασία.
Σήμερα όμως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές γίνονται θιασώτες της γνώσης ως connaissance. Ξεκινώντας από την οικογένεια, που είναι ο πρώτος τόπος που το παιδί θα γνωρίσει, θα μάθει, ή που η ενόρμηση των παιδιών αφενός παρεμποδίζεται μιας και η ίδια η οικογένεια δεν αγαπά τη γνώση, δεν τη μεταδίδει στα νέα μέλη της, ή την αναγνωρίζει μόνο ως κάτι χρήσιμο που δεν έχει να κάνει με τη συγκρότηση του ψυχισμού, την ανάπτυξη της σεξουαλικότητας, αλλά σαν ένα εργαλείο κοινωνικής ανάδειξης και διάκρισης ή πάλι κρύβει ερμητικά την ίδια την ιστορία της και τα μυστικά της από τα παιδιά της σαν γνώση αποκλεισμένη, απαγορευμένη. Κρύβοντας στην ουσία κάθε έλλειψη, κάθε αλήθεια. Άλλοτε πάλι η οικογένεια αποτελείται από γονείς που δεν μπορούν να παραιτηθούν από τη θέση του γιου ή της κόρης, αρνούμενοι να αναλάβουν το διαπαιδαγωγικό τους ρόλο αφήνοντας την ενόρμηση των παιδιών αχαλίνωτη να χτυπά σε δεκάδες ερεθίσματα ή σε ανούσιες υπερδιεργετικές σωματικές δραστηριότητες ( πόσοι γονείς δεν ησυχάζουν πίνοντας τον καφέ τους «ξεχνώντας» τα παιδιά τους να χτυπιούνται ανελέητα στους λεγόμενους παιδότοπους, τόπους σχεδιασμένους έτσι όπου δεν μπορεί να λάβει χώρα το παιχνίδι ως διαδικασία μάθησης), χωρίς την παραμικρή διάθεση να ντύσουν την ενόρμηση με λέξεις ή με δραστηριότητες γνώσης ή προσπάθειες μετουσίωσής της. Ποια είναι η συνέπεια; Εφόσον η γνώση είναι μια ενορμητική διαδικασία κάθε τι από τα παραπάνω δεν βοηθά το παιδί ούτε να απωθήσει, ώστε να προχωρήσει στην παραπέρα γνώση, ούτε να μετουσιώσει τη σεξουαλική του ενόρμηση, μένει δεμένο, ανεσταλμένο και αγχωμένο μέσα σε μια αιμομικτική συνθήκη αδύναμο να προχωρήσει προς τον κόσμο ή σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιεί χωρίς να επιθυμεί ωστόσο τη γνώση για να επιπωματίσει την επιστροφή του απωθημένου, να θεραπεύσει την αποτυχία της απώθησης. Έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε παιδιά αγχωμένα, ανίκανα να μάθουν ή μάλλον ανίκανα να ξέρουν αυτό που δεν αγνοούν, καταθλιπτικούς εφήβους που απεμπολούν από τη ζωή τους τα θέματα επιθυμίας και αγάπης με τα γνωστά συμπτώματα και φαινόμενα της μετανεωτερικής εποχής μας.
Είναι προφανές ότι ο προβληματισμός μας για τη σχέση του σημερινού παιδιού με τη γνώση είναι απόλυτα συνδεμένος με το ερώτημα: αληθινά αγαπάμε τα παιδιά σήμερα; Ερώτημα διακαές, και αμιγώς πολιτικό γιατί συνδέεται με το ερώτημα αν αληθινά αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο. Το ξέφρενο κυνήγι του κέρδους, οι νόμοι της αγοράς που υπαγορεύουν ως στόχο την απόκτηση πληθώρας αντικειμένων που θα μας συμπληρώσουν, η άρνηση των ενηλίκων-ακόμη και των γονέων- να εγκαταλείψουν τη θέση του γιου ή της κόρης, η οικολογική καταστροφή, η αξιακή συρρίκνωση της γνώσης, οι σφοδρές γεωπολιτικές αλλαγές και τα κύματα προσφυγιάς και μετανάστευσης με χιλιάδες θύματα παιδιά μάλλον μας υπαγορεύουν την απάντηση…Και η Ψυχανάλυση; Ποια είναι η δική της απάντηση σήμερα; Η ψυχανάλυση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου…
Βρήκαμε σημαντικές φωτοδότριες σκέψεις σε κείμενα της Λίσσυ Κανελλοπούλου, του Μαρί Ζαν Σωρέ, αλλά και του Μάσιμο Ρεκαλκάτι. Ευτυχώς για εμάς προστίθεται ένα ακόμη βιβλίο, “Το Παιδί και η Γνώση” της Μαρτίν Μενέζ που αποδεικνύει ότι η Ψυχανάλυση αγαπά τα παιδιά και τον κόσμο, αυτό που σήμερα εδώ έχουμε τη χαρά να παρουσιάσουμε, που επιτυγχάνει να αναδείξει με σαφήνεια τη σχέση με τη γνώση ως savoir του παιδιού και την αποτυχία της μέσα από πολλά κλινικά παραδείγματα με εξαιρετικά εύληπτο τρόπο που το κάνει απαραίτητο για τον γονέα, τον παιδαγωγό, τον ψυχαναλυτή.
Ως αναλυτές και αναλύοντες η μόνη προστακτική που προκρίνουμε ως προς τη γνώση είναι το Γνώθι σαυτόν, καθώς κάθε γνώση αρχίζει και καταλήγει εκεί, στη γνώση του ασυνειδήτου και στη γνώση πώς θα τα βγάλουμε πέρα με την αλήθεια μας και με τον ευνουχισμό μας, άλλωστε όπως λέει ο Λακάν : Με τη γνώση λοιπόν παράγεται η εργασία που έχει ένα νόημα, ένα σκοτεινό νόημα. Το σκοτεινό αυτό νόημα είναι εκείνο της αλήθειας…[…]
Κάθε άλλη προστακτική οδηγεί στο πάθος της άγνοιας. Και είμαστε εμείς οι ενήλικες και δη όλοι όσοι εγγραφόμαστε στην ψυχανάλυση υπεύθυνοι για το πεπρωμένο της επιθυμίας για γνώση του παιδιού.
Αναφέρω μόνο μια συγκλονιστική φράση της συγγραφέως από το βιβλίο που αναφέρεται στη μικρή Ζωή σε ένα κλινικό παράδειγμα, λέει η Μενέζ: “Στο πεπρωμένο της επιθυμίας για γνώση, πεπρωμένο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη η Ζωή, η σκέψη διακατέχεται από τον τρόμο να (ανα)γνωρίσει τον εαυτό της ως αθεράπευτα μόνη.” Πράγματι πώς μπορεί άλλωστε ένα παιδί να μάθει αν εμείς ως ενήλικες δεν μεταδώσουμε ότι η επιθυμία για γνώση μας βοηθά να τα βγάλουμε πέρα ως αθεράπευτα μόνοι μέσα στο άγνωστο πέραν της οικογένειας εκεί στη συνάντησή μας με το(ν) Ξένο, με τον Έρωτα; Πώς; Αν εμείς οι ίδιοι δεν γίνουμε μάρτυρες της επιθυμίας μας στα παιδιά; Η μαρτυρία της επιθυμίας του ενήλικα, η μαρτυρία ότι επιθυμεί είναι η μόνη εγγύηση μετάδοσης της γνώσης ως εκείνο το μέσον που κινητοποιεί την ίδια την ιστορία μας ως υποκείμενα. Αλλιώς το παιχνίδι είναι ήδη χαμένο, μαζί με το παιδί.
-Τίτος Πατρίκιος, «Να μαθαίνεις»
Όταν φτάσεις κάποτε ν’ ανακαλύψεις
πόσες ακόμα αυταπάτες συντηρούσες
όταν αναγκαστείς ν’ αναγνωρίσεις
κι εκείνα που δεν ήθελες να παραδεχτείς
όταν πέσει και το τελευταίο είδωλο
που πάνω του στήριζες την πίστη σου
τότε μπορεί ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις
πόσο βαθιά πηγαίνουν, πόσο είναι σκοτεινές
οι ρίζες της καθεμιάς σου πράξης.
(«Ποιήματα ΙΙΙ, 1959-1973, εκδόσεις Κέδρος)